- συνεκπίπτω
- Α [ἐκπίπτω]1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.)5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον κάποιου6. (με δοτ.) βγαίνω ισόπαλος («ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ», Ηρόδ.)7. αποτυγχάνω μαζί με κάποιον8. αποσπώμαι, ξεριζώνομαι συγχρόνως9. (για υπόθεση δραματικού έργου σε σχέση με όλη την σύνθεση) αποδοκιμάζομαι επίσης («ἡ δὲ ὑπόθεσις οὐ μετρίως με λυπήσειν ἔοικε συνεκπίπτουσα», Λουκιαν.)10. (για σάρκα) εκφυλίζομαι συγχρόνως11. (για ψήφο κάλπης) εξέρχομαι, βγαίνω όμοιος με άλλον12. (κατ' επέκτ.) συμπίπτω, συμφωνώ («κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.